«Στα 80α γενέθλιά μου ήθελα να επισκεφτώ την κόρη μου, αλλά δεν με άφησε να μπω στο σπίτι της».

Ο Ρίτσαρντ, ένας ηλικιωμένος άνδρας, αποφασίζει να κάνει έκπληξη στην κόρη του Ντίντρε επισκεπτόμενη την για τα 80ά της γενέθλια. Με την άφιξή του, συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά όταν η Ντίντρε γίνεται απόμακρη και συναισθηματική, επιμένοντας ότι δεν είναι καλή στιγμή για επίσκεψη. Υποψιασμένος ότι υπάρχει πρόβλημα, ο Ρίτσαρντ μένει πίσω και κοιτάζει από το παράθυρο, όπου βλέπει δύο απειλητικούς άνδρες που απαιτούν από την Ντάιντρε να πληρώσει ένα χρέος. Ανησυχώντας για την ασφάλειά της, ο Ρίτσαρντ παρακολουθεί τους άντρες να ερευνούν το σπίτι της και να παίρνουν τιμαλφή. Αφού φύγουν οι άντρες, ο Ρίτσαρντ τους ακολουθεί σε ένα βρεγμένο μπαρ και αντιμετωπίζει τον κύριο Μάρκο, τον αρχηγό της ομάδας, σχετικά με την ενοχή. Ο Ρίτσαρντ μαθαίνει ότι η Ντίντρε χρωστάει 80.000 δολάρια σε ένα επιχειρηματικό δάνειο που δεν μπόρεσε να αποπληρώσει.

Απελπισμένος να βοηθήσει την κόρη του, ο Ρίτσαρντ προσφέρει οικονομίες 20.000 δολαρίων στη ζωή του, αλλά ο κύριος Μάρκο απαιτεί περισσότερα. Σε αντάλλαγμα για μείωση του χρέους, ο κ. Μάρκο αναγκάζει τον Ρίτσαρντ να μεταφέρει λαθρεμπόριο μέσω των καναδικών συνόρων με ένα από τα αυτοκίνητά του. Ο Ρίτσαρντ, έχοντας επίγνωση του κινδύνου, προσπαθεί να ολοκληρώσει την εργασία, αλλά πανικοβάλλεται όταν ένας αστυνομικός σκύλος ειδοποιεί τους αστυνομικούς σε ένα βενζινάδικο. Φεύγει με το αυτοκίνητο και τελικά οδηγεί στην ενδοχώρα σε ένα ποτάμι, όπου το αυτοκίνητο βυθίζεται. Έχοντας δραπετεύσει οριακά, ο Ρίτσαρντ επιστρέφει σπίτι και υποθηκεύει το σπίτι του για να εξοφλήσει τα χρέη της Ντάιντρε. Επικοινωνεί μαζί της και τη διαβεβαιώνει ότι θα χειριστεί την κατάσταση, αν και είναι βαθιά πληγωμένος που δεν του το είπε προηγουμένως.

Ο Ρίτσαρντ και η Ντάιντρε πηγαίνουν μαζί για να αντιμετωπίσουν τον κύριο Μάρκο και τη συμμορία του. Ο Ρίτσαρντ φέρνει τα μετρητά, αλλά ο κύριος Μάρκο θυμώνει όταν μαθαίνει ότι το λαθραίο αυτοκίνητο χάθηκε στο ποτάμι, μαζί με το παράνομο φορτίο. Ο γκάνγκστερ την απειλεί με βία, βγάζει ένα όπλο και το στοχεύει στην Ντάιντρε. Ο Ρίτσαρντ επεμβαίνει και εκλιπαρεί να αναλάβει την ευθύνη, αλλά η κατάσταση γίνεται σοβαρή. Τότε ακούγονται οι σειρήνες της αστυνομίας και οι γκάνγκστερ τραπούν σε φυγή. Η αστυνομία φτάνει και ο Ρίτσαρντ και η Ντάιντρε κρύβονται μέχρι να σωθούν. Αποδεικνύεται ότι η βύθιση του αυτοκινήτου προσέφερε κρίσιμα στοιχεία κατά της επιχείρησης του κ.

Μάρκου, με αποτέλεσμα τη σύλληψή του. Ο Ρίτσαρντ αναπνέει ανακουφισμένος, ευγνώμων που δραπέτευσε αλώβητος τόσο από την ομάδα όσο και από τον νόμο. Στον επίλογο, η Deidre αισθάνεται ένοχη που ενέπλεξε τον πατέρα της σε αυτό το χάος και ζητά συγγνώμη. Παραδέχεται ότι η επιχείρησή της απέτυχε και ότι ντρεπόταν πολύ να ζητήσει βοήθεια. Ο Ρίτσαρντ την καθησυχάζει, λέγοντας ότι δεν είναι αποτυχημένη, και εκφράζει την ευχή που του είχε εκμυστηρευτεί περισσότερο, όπως έκανε με την αείμνηστη μητέρα της. Αγκαλιάζονται και υπόσχονται να είναι πιο ανοιχτοί ο ένας στον άλλο στο μέλλον.

Like this post? Please share to your friends: