Ο πατέρας μου και η γυναίκα μου δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά, αλλά όταν εκείνος είχε ένα ατύχημα και έπεφτε σε κώμα, με συνόδευε πάντα στο νοσοκομείο. Φέραμε λουλούδια και περάσαμε ώρες μιλώντας μαζί του, ελπίζοντας να μας ακούσει.
Όταν τελικά μπόρεσε να μιλήσει ξανά, έστω και αργά και αρχικά ακατάληπτα, ήμασταν πρόθυμοι να μάθουμε τι είχε δει ενώ ήταν αναίσθητος. Με ήσυχη φωνή είπε: «Η γυναίκα σου ήταν εδώ» και κοίταξε κατευθείαν τη Λία, τη γυναίκα μου.
Προσευχηθήκαμε για την ανάρρωσή του γιατί ήταν ο βράχος μας, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μας και κάποιος στον οποίο μπορούσαμε πάντα να βασιζόμαστε, όσο δύσκολες κι αν περνούσαμε.
Πέρασαν οι βδομάδες, και τη στιγμή που είχαμε αρχίσει να χάνουμε την ελπίδα ότι θα επέστρεφε ποτέ, έσφιξε το χέρι της μητέρας μου. Ήταν ένα καλό σημάδι και το πρώτο βήμα για την πλήρη ανάρρωσή του.